Το ζεύγος των εννοιών ’Αρχαίο – Νεότερο’, κατά το 19ο αιώνα εμφανίζεται με την έννοια της νεωτερικότητας. Το νεότερο είναι αυτό που δημιουργεί το διαλεκτικό παιχνίδι, το οποίο με τη σειρά του δημιουργεί τη συνείδηση της νεωτερικότητας, από το αίσθημα της ρήξης με το παρελθόν. Στην Αναγέννηση καταρρίπτεται κατά κάποιο τρόπο η έννοια του νεότερου. «Το νεότερο δεν έχει δικαίωμα στην προτίμησή μας παρά μόνον εφόσον μιμείται το αρχαίο». Οι άνθρωποι του Διαφωτισμού ευνοούν το νεότερο με την αντικατάσταση της ιδέας ενός κυκλικού χρόνου, με αυτήν της γραμμικής προόδου. Τώρα σειρά έχει ο εκμοντερνισμός, στον οποίο «[…] το πρόβλημα του μοντέρνου αντιπαρατέθηκε προς αυτό της εθνικής ταυτότητας». Το 1965, ο Χαμπατέ Μπα αναφέρει για το μοντερνισμό, πως ασχολείται με ότι πιο επίκαιρο, αλλά συχνά με τον τρόπο που μπορεί να αποτελέσει πρόοδο, μπορεί να αποτελέσει και οπισθοδρόμηση. Ο Μπωντλαίρ από την άλλη απορρίπτει το παρελθόν, εκτός αν αυτό σχετίζεται με την καθαρή τέχνη, τη λογική και τη γενική μέθοδο.
Ο Ζακ Λε Γκοφ σημειώνει πως σε μια κοινωνία η προσήλωση στο παρελθόν μπορεί να σημαίνει την αντίθεση προς την εξέλιξη, την οποία αντιλαμβάνεται με την έννοια «μιας παρακμής, μιας κατάπτωσης». Με βάση τον ίδιο, και σήμερα παρατηρείται η λατρεία του παρελθόντος, με τη μορφή του κοινωνικού συντηρητισμού. Ακόμη, ο ‘πόθος της αιωνιότητας’, εμφανίστηκε με το θετικισμό, που στην Γαλλία κυρίως, κατέληγε στην άρνηση του παρελθόντος το οποίο διατεινόταν πως σεβόταν.